- πυρρίχου
- πύρριχοςredmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πυρρίχου — Πύρριχος red masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμάρα — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ.), στην πρώην επαρχία Γυθείου, του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυρρίχου (12 τ. χλμ.) και βρίσκεται NΔ του Γυθείου. II Κωμόπολη και επαρχία της Βόρειας Ηπείρου, κέντρο χριστιανικών και… … Dictionary of Greek
Ανατολικής Μάνης, δήμος — Νέος δήμος (2.111 κάτ.) του νομού Λακωνίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Δρυμού, Έξω Νυμφίου, Κοκκάλας, Κότρωνα, Λαγίας και Πυρρίχου, που καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Κότρωνα … Dictionary of Greek